συναναβᾶσαι

συναναβᾶσαι
взошедшие

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "συναναβᾶσαι" в других словарях:

  • συναναβᾶσαι — συναναβαίνω go up with aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) συναναβαίνω go up with aor inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναναβάσαι — συναναβά̱σαῑ , συναναβαίνω go up with aor opt act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναναβαίνω — ΜΑ [ἀναβαίνω] 1. ανεβαίνω μαζί με κάποιον σε υψηλότερο σημείο, σε βουνό, σε λόφο κ.λπ. (α. «συναναβάντες αὐτῷ πρὸς τὰ μετέωρα», Χορίκ. β. «καὶ ἄλλαι πολλαὶ αἱ συναναβᾱσαι αὐτῷ εἰς Ἱεροσόλυμα», ΚΔ) 2. ανεβαίνω πνευματικά μαζί με κάποιον, ανεβάζω… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»